- δυσπόρθητος
- -η, -ο (AM δυσπόρθητος, -ον)αυτός που δύσκολα κυριεύεται με πολιορκία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσπόρθητον — δυσπόρθητος hard to sack masc/fem acc sg δυσπόρθητος hard to sack neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπορθήτου — δυσπόρθητος hard to sack masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσάλωτος — η, ο (AM δυσάλωτος, ον) αυτός που δύσκολα κυριεύεται, δυσπόρθητος αρχ. μσν. αήττητος αρχ. 1. (για αρρώστια) δυσθεράπευτος 2. δυσνόητος … Dictionary of Greek
δυσκολοπάτητος — η, ο (Μ δυσκολοπάτητος, ον) (για τόπο) δύσβατος νεοελλ. (για οχυρό) δυσπόρθητος … Dictionary of Greek
καρτερός — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 550 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδος του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στη βόρεια ακτή του νομού, 7 χλμ. Α της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γουβών. Κοντά στον οικισμό … Dictionary of Greek